περιρρεούσας

περιρρεούσας
περιρρεούσᾱς , περιρρέω
flow round
pres part act fem acc pl (epic doric ionic)
περιρρεούσᾱς , περιρρέω
flow round
pres part act fem gen sg (doric)
περιρρεούσᾱς , περιρρέω
flow round
pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic)
περιρρεούσᾱς , περιρρέω
flow round
pres part act fem gen sg (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Μεσανατολικό — Όρος με τον οποίο αποδίδεται η μακροχρόνια διαμάχη μεταξύ των αραβικών κρατών της Μέσης Ανατολής (Μικρά Ασία, Αραβική χερσόνησος και βορειοανατολική Αφρική) και του Ισραήλ, σχετικά με εδαφικές και άλλες διεκδικήσεις. Η σύγκρουση του 1948 ανάμεσα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”